ναύπρηστις

From LSJ
Revision as of 15:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναύπρηστις Medium diacritics: ναύπρηστις Low diacritics: ναύπρηστις Capitals: ΝΑΥΠΡΗΣΤΙΣ
Transliteration A: naúprēstis Transliteration B: nauprēstis Transliteration C: naypristis Beta Code: nau/prhstis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, (πίμπρημι) Adj. A burning ships, EM 598.43.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, die Schiffe anzündend, verbrennend, E. M. 598, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ναύπρηστις: -ιδος, ἡ, (πίμπρημι) ἡ καίουσα πλοῖα, Ἐτυμ. Μέγ. 508. 43.

Greek Monolingual

ναύπρηστις, ἡ (Α)
αυτή που καίει πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι, πρβλ. αόρ. πρῆ-σαι), πρβλ. βού-πρηστις, κυνό-πρηστις].