οἰδματόεις

From LSJ
Revision as of 16:22, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰδμᾰτόεις Medium diacritics: οἰδματόεις Low diacritics: οιδματόεις Capitals: ΟΙΔΜΑΤΟΕΙΣ
Transliteration A: oidmatóeis Transliteration B: oidmatoeis Transliteration C: oidmatoeis Beta Code: oi)dmato/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A billowy, A.Fr.69 (lyr.), Opp.H.5.273.

German (Pape)

[Seite 298] εσσα, εν, voll Wasserschwall, wellenreich; πόρος, Aesch. frg. 59; Opp. Hal. 5, 273.

Greek (Liddell-Scott)

οἰδμᾰτόεις: εσσα, εν, κυματόεις, πλήρης κυμάτων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 66, Ὀππ. Ἁλ. 5. 273.

Greek Monolingual

οἰδματόεις, -εσσα, -εν (Α)
κυματώδης, γεμάτος κύματα («οἰδματόεντα πόρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶδμα, -ατος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].

Russian (Dvoretsky)

οἰδματόεις: όεσσα, όεν волнующийся, бурный (πόρος Aesch.).