παλίγκτιστος

From LSJ
Revision as of 18:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὁ γὰρ πόνος ὁ ὑπερβάλλων συνάψει θανάτῳ → excessive suffering will soon lead you to death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίγκτιστος Medium diacritics: παλίγκτιστος Low diacritics: παλίγκτιστος Capitals: ΠΑΛΙΓΚΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: palínktistos Transliteration B: palinktistos Transliteration C: paligktistos Beta Code: pali/gktistos

English (LSJ)

A redivivus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 448] wieder erbau't (?).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίγκτιστος: -ον, ὁ ἐκ νέου κτισθείς, ἀνοικοδομηθείς, ἀνακαίνισθείς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

παλίγκτιστος, -ον (Α)
αυτός που οικοδομήθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κτιστός (< κτίζω)].