παραπύλιον
σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
[ῠ], τό, A side-gate, wicket,IG5(1).538.18 (pl.).
German (Pape)
[Seite 496] dim. vom Vorigen, Nebenpförtchen, Sp., Inscr. 1330.
Greek (Liddell-Scott)
παραπύλιον: τό, θυρίδιον παρὰ τὴν μεγάλην πύλην, Συλλ. Ἐπιγρ. 1330,18· πύλη μικρὰ κατὰ τὰ πλάγια τοῦ οἴκου δι’ ἧς ἐξήγοντο καὶ εἰσήγοντο τὰ κτήνη, κτλ., Κ. Πορφ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανὸν 257. 11· - πῠλίς, ἡ, μικρὰ θυρὶς κρυπτή, Ἡλιόδ. 8. 12.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
μικρή πύλη κοντά σε μεγάλη, παραπόρτι
μσν.
μικρή πύλη στην πλάγια πλευρά του σπιτιού, από την οποία έμπαζαν και έβγαζαν τα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πύλη (πρβλ. ξυλο-πύλιον)].