πηρώδης
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
Full diacritics: πηρώδης | Medium diacritics: πηρώδης | Low diacritics: πηρώδης | Capitals: ΠΗΡΩΔΗΣ |
Transliteration A: pērṓdēs | Transliteration B: pērōdēs | Transliteration C: pirodis | Beta Code: phrw/dhs |
ες, A maimed, Hsch. s.v. γυιός.
πηρώδης: -ες, βεβλαμμένος κατά τι μέρος τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. γυιός.
-ες, Α πηρός
ακρωτηριασμένος, ανάπηρος.