πολεμητόκος
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
ον, A bringing forth war, Nonn.D.4.425, etc.; of Athena, Orph.H.32.10.
German (Pape)
[Seite 653] dor. πολεματόκος, Krieg erzeugend, gebärend, bringend, Nonn. D. 4, 136 u. öfter; aber mit verändertem Tone, πολεμήτοκος, zum Kriege erzeugt, geboren, kriegerisch, Orph. H. 31, 10.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμητόκος: -ον, ὁ γεννῶν πόλεμον, Νόνν. Δ. 4. 425, κτλ.· ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Ὀρφ. Ὕμν. 31. 10.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που επιφέρει πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + συνδετικό φωνήεν -η- για μετρικούς λόγους + -τοκος (< τόκος < τίκτω)].