πολυμαθημοσύνη
From LSJ
English (LSJ)
Ep.πουλ-, ἡ, A = πολυμαθία, Timo 20.
German (Pape)
[Seite 666] ἡ, = πολυμάθεια, Hippo u. Timon bei Ath. XIII, 610 b, in poet. Form πουλυμ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμᾰθημοσύνη: Ἐπικ. πουλ-, ἡ, = πολυμαθία, Τίμων παρ’ Ἀθην. 610Β.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυμαθημοσύνη, ἡ, Α
το να είναι κανείς πολυμαθής, πολυμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μαθημοσύνη (< μανθάνω)].