πολυᾶϊξ
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ικος, (ἀΐσσω) A much-rushing, impetuous, furious, πόλεμος Il.1.165, Od. 11.314; κάματος π. weariness caused by impetuosity in fight, Il.5.811.
Greek (Liddell-Scott)
πολυᾶϊξ: [ᾱ], ῑκος, (ἀΐσσω) ὁ λίαν ὁρμητικός, σφοδρός, μαινόμενος, πόλεμος Ἰλ. Α. 165, Ὀδ. Λ. 314· κάματος π., κόπωσις προερχομένη ἐκ τῆς εἰς τὸν πόλεμον ὁρμῆς, Ἰλ. Ε. 811.