προβατών
From LSJ
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, A = προβατεών, IG11(2).287 A149, al. (iii B.C.), PCair.Zen.68.2 (iii B.C.), Inscr.Délos 403.51 (ii B.C.), Hdn.Gr.1.36.
Greek (Liddell-Scott)
προβατών: -ῶνος, ὁ, = προβατεών, Ἐπιγρ. Δήλου Bul de cor. hel. IV, σελ. 63.
Greek Monolingual
και προβατεών, και προβατιών, -ῶνος, ό, Α
μάνδρα προβάτων, μαντρί, στάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον / προβάτιον + κατάλ. -εών / -ών (πρβλ. βοσκ-εών)].