προσανακόπτω
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
A beat up in addition, τῇ σπάθῃ τὸ φάρμακον Damocr. ap. Gal.13.823.
Greek Monolingual
Α
αναταράσσω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνακόπτω «σπρώχνω, απωθώ»].