προσανακόπτω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσανακόπτω Medium diacritics: προσανακόπτω Low diacritics: προσανακόπτω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΚΟΠΤΩ
Transliteration A: prosanakóptō Transliteration B: prosanakoptō Transliteration C: prosanakopto Beta Code: prosanako/ptw

English (LSJ)

beat up in addition, τῇ σπάθῃ τὸ φάρμακον Damocr. ap. Gal.13.823.

Greek Monolingual

Α
αναταράσσω κάτι επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀνακόπτω «σπρώχνω, απωθώ»].