ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Full diacritics: προσεκπνέω | Medium diacritics: προσεκπνέω | Low diacritics: προσεκπνέω | Capitals: ΠΡΟΣΕΚΠΝΕΩ |
Transliteration A: prosekpnéō | Transliteration B: prosekpneō | Transliteration C: prosekpneo | Beta Code: prosekpne/w |
A evaporate, Zos.Alch.p.173 B.
προσεκπνέω: ἐκπνέω προσέτι, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.
ΜΑ
μσν.
1. βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως
2. φρ. «προσεκπνεύσω τὸ πνεῡμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.
αρχ.
εξατμίζομαι.