προσσωρεύω
English (LSJ)
A heap up beside, λίθους τοῖς Ἑρμαῖς Corn.ND16. II store up, Luc.Anach.25, Gloss.
German (Pape)
[Seite 780] dazu, dabei häufen, anhäufen; Luc. Anach. 25; Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
προσσωρεύω: ἐπισωρεύω τι πρός τι, Λουκ. Ἀνάχ. 25, Κορνούτου περὶ Θεῶν Φύσ. 16.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ΜΑ
1. τοποθετώ σε σωρό κάτι ακόμη («προσσωρεύουσι τοῑς ἑρμαῑς τοὺς λίθους», Κορνούτ.)
2. αποθηκεύω κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + σωρεύω «αποθηκεύω, στοιβάζω»].
Greek Monotonic
προσσωρεύω: μέλ. -σω, συσσωρεύω, συγκεντρώνω επιπλέον, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσσωρεύω: собирать в кучу, нагромождать (τὸν καρπόν Luc.).