πυρισώματος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A with body of fire, ib.595.
Spanish
Greek Monolingual
και πυροσώματος, -ον, Α
αυτός που έχει πύρινο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. λιμνο-σώματος].
Full diacritics: πῠρισώμᾰτος | Medium diacritics: πυρισώματος | Low diacritics: πυρισώματος | Capitals: ΠΥΡΙΣΩΜΑΤΟΣ |
Transliteration A: pyrisṓmatos | Transliteration B: pyrisōmatos | Transliteration C: pyrisomatos | Beta Code: purisw/matos |
ον, A with body of fire, ib.595.
και πυροσώματος, -ον, Α
αυτός που έχει πύρινο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. λιμνο-σώματος].