σαρκόφυλλος

From LSJ
Revision as of 09:03, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκόφυλλος Medium diacritics: σαρκόφυλλος Low diacritics: σαρκόφυλλος Capitals: ΣΑΡΚΟΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: sarkóphyllos Transliteration B: sarkophyllos Transliteration C: sarkofyllos Beta Code: sarko/fullos

English (LSJ)

ον, A with fleshy leaves, Thphr.HP1.10.4, 4.6.7.

German (Pape)

[Seite 863] mit fleischigen Blättern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκόφυλλος: -ον, ὁ ἔχων σαρκώδη φύλλα, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 4., 4. 6, 7.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαρκόφυλλος, -ον, ΝΑ
(για φυτά) αυτός που έχει σαρκώδη φύλλα
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σαρκόφυλλος
βοτ. άλλη ονομασία του φυτού ασπάλαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. τριχό-φυλλος].