σιναπίζω
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
pf. σεσινάπικα, A apply a mustard-blister to one, τινα Xenarch.12 (but dub. sens.), Antyll. ap. Orib.10.13.6 and 10:—Pass., have a mustard-blister applied, τὰ σεσιναπισμένα [μέρη] Id.ib.8.
German (Pape)
[Seite 882] 1) Einem ein Zugpflaster von Senf auflegen, τινά. – 2) Einem eine saure Miene machen, τινί, zw. So ist vielleicht zu nehmen Xenarch. com. bei Ath. IX, 367 b, τὸ θυγάτριόν μου σεσινάπικε διὰ τῆς ξένης.
Greek (Liddell-Scott)
σῐνᾱπίζω: πρβλ. σεσινάπικα, ἐπιθέτω σιναπισμὸν εἴς τινα, τινὰ Ξέναρχ. ἐν «Σκυθ.» 1, ἴδε Matthaei Med. σ. 298 κἑξ. ― Παθ., ἔχω ἐπιβεβλημένον σιναπισμόν, τὰ σεσιναπισμένα μέρη αὐτόθι σ. 300.
Greek Monolingual
και συναπήζω και συναπίζω Α σίναπι
τοποθετώ έμπλαστρο με σινάπι, κάνω σιναπισμό.