σπαλακία

From LSJ
Revision as of 09:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰλᾰκία Medium diacritics: σπαλακία Low diacritics: σπαλακία Capitals: ΣΠΑΛΑΚΙΑ
Transliteration A: spalakía Transliteration B: spalakia Transliteration C: spalakia Beta Code: spalaki/a

English (LSJ)

ἡ, A dim-sightedness, Hsch.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, ein Fehler am Auge, Hesych., von

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰλᾰκία: ἡ, ἐλάττωμα τῶν ὀφθαλμῶν, ἀδυναμία τῆς ὁράσεως, «πήρωσις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. μεγάλη εξασθένηση της όρασης
2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, -ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα -ία (πρβλ. μυωπ-ία)].