σκυτορράφος

From LSJ
Revision as of 09:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτορράφος Medium diacritics: σκυτορράφος Low diacritics: σκυτορράφος Capitals: ΣΚΥΤΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skytorráphos Transliteration B: skytorraphos Transliteration C: skytorrafos Beta Code: skutorra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω) A shoemaker or leather-worker, Orib.47.17.2.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτορράφος: [ᾰ], ὁ (ῥάπτω) ὑποδηματοποιός, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ῥαφὴν δερμάτων, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch. Χειρουργ. 161· -ῥημ. -ραφέω, Θεόδ. Μετοχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος].