σταυροκόμιστος

From LSJ
Revision as of 09:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταυροκόμιστος Medium diacritics: σταυροκόμιστος Low diacritics: σταυροκόμιστος Capitals: ΣΤΑΥΡΟΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: staurokómistos Transliteration B: staurokomistos Transliteration C: stavrokomistos Beta Code: stauroko/mistos

English (LSJ)

= A furcifer, Gloss.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο κατάδικος που έχει κομισθεί, που έχει μεταφερθεί στο σημείο όπου πρόκειται να σταυρωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + κομίζω.