συνδιεκκύπτω

From LSJ
Revision as of 10:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιεκκύπτω Medium diacritics: συνδιεκκύπτω Low diacritics: συνδιεκκύπτω Capitals: ΣΥΝΔΙΕΚΚΥΠΤΩ
Transliteration A: syndiekkýptō Transliteration B: syndiekkyptō Transliteration C: syndiekkypto Beta Code: sundiekku/ptw

English (LSJ)

A slip out and through together with, τῇ κεφαλῇ Eust.1114.24.

German (Pape)

[Seite 1008] mit od. zugleich durch- u. herausgucken, -schlüpfen, Eust. 1153, 43.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιεκκύπτω: ἐκκύπτω ὁμοῦ, ἐπὶ τὰ ἔμπροσθεν συνδιεκκύψασα τῇ κεφαλῇ Εὐστ. 1114. 25.

Greek Monolingual

Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].

Greek Monolingual

Μ
σκύβω προς τα έξω για να δω μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διεκκύπτω «σκύβω προς τα έξω για να δω»].