συνοικητήρ
From LSJ
ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A house-fellow, λιμός, ἐχθρὸς σ. Semon.7.102.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικητήρ: ῆρος, ὁ, σύνοικος, συγκάτοικος, Λατιν. contubernalis, λιμός, ἐχθρὸς σ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 102· ― οὕτω συνοικήτωρ ἐμοὶ Αἰσχύλ. Εὐμ. 833.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τηρ (πρβλ. κινη-τήρ)].