συντερμονέω

From LSJ
Revision as of 11:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντερμονέω Medium diacritics: συντερμονέω Low diacritics: συντερμονέω Capitals: ΣΥΝΤΕΡΜΟΝΕΩ
Transliteration A: syntermonéō Transliteration B: syntermoneō Transliteration C: syntermoneo Beta Code: suntermone/w

English (LSJ)

A march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.

Greek (Liddell-Scott)

συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être limitrophe de, τινι.
Étymologie: συντέρμων.

Greek Monotonic

συντερμονέω: μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με, τινί, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συντερμονέω: быть сопредельным, граничить (τῇ τῶν Λατίνων χώρᾳ Polyb.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to border on, τινί Polyb. [from συντέρμων