τιγγαβάρινος
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
[βᾰ], η, ον, A of vermilion, χρῶμα Dam.Isid.203.
German (Pape)
[Seite 1109] zinnoberfarbig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τιγγᾰβάρῐνος: -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα κινναβάρεως, γράμματα.... χρώματι τῷ καλουμένῳ τιγγαβαρίνῳ κατακεχρωσμένα Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 1065.
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Μ τιγγάβαρι
αυτός που είναι κόκκινος σαν το κιννάβαρι, κινναβάρινος.