φέκλη

From LSJ
Revision as of 13:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φέκλη Medium diacritics: φέκλη Low diacritics: φέκλη Capitals: ΦΕΚΛΗ
Transliteration A: phéklē Transliteration B: pheklē Transliteration C: fekli Beta Code: fe/klh

English (LSJ)

ἡ, = Lat. A faecula, Ruf.Fr.115, Critoap.Gal.12.490; cf. σφέκλη, φαίκλα.

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, gebrannter Weinstein, Weinsteinsalz, faecula, faex vini, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φέκλη: ἡ, τρυγία οἴνου, Λατ. faecula, faex vini usta, τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν οἱ Ρωμαῖοι φέκλην καλοῦσι Γαλην. τ. 13, σελ. 355· φέρεται σφέκλη ἐν Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 2. 137, Ἀλέξ. Τραλλ. 11, κλπ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ, και σφέκλη και φαίκλα Α
το κατακάθι του κρασιού και, κυρίως, η καμμένη τρύγα («τρυγὸς οἴνου κεκαυμένης, ἣν Ρωμαῑοι φέκλην καλοῡσι», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faecula «τρύγα, μούστος»].