φιλοσοφητέον
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
A one must pursue knowledge, Pl.Euthd.288d, Isoc.15.285, Epicur.Ep.3p.59U., Cic.Att.1.16.13, Iamb.Protr.12; ἥντινα [φιλοσοφίαν] φ. Luc. Herm.45; φ. περὶ μουσικῆς Ath.14.632b, cf. Plot.3.5.2.
Greek (Liddell-Scott)
φιλοσοφητέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ φιλοσοφῶ, δεῖ φιλοσοφεῖν, Πλάτ. Εὐθύδ. 288D, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 304· φιλοσοφίαν φ. Λουκ. Ἑρμότ. 45· φ. περί τινος Ἀθήν. 632Β.
Greek Monotonic
φῐλοσοφητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να εξεταστεί φιλοσοφικά, σε Πλάτ. κ.λπ.