φρυνικός
From LSJ
ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans
English (LSJ)
ή, όν, A = φρυνοειδής, Asclep.Jun. ap. Gal.13.1023.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φρύνη / φρῡνος]
φρυνοειδής.