χαλκεόθυμος

Revision as of 15:19, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A = χαλκεοκάρδιος, Polem.Cyn.41.

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernem, unerschütterlichem Muthe, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεόθῡμος: -ον, = χαλκεοκάρδιος, τοὺς ᾤκτειρεν ἰδών, εἰ καὶ μάλα χαλκεόθυμος Τζέτζ. Ὅμ. 325.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει χάλκινη ψυχή, σταθερό, ακλόνητο φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + θυμός «ψυχή, φρόνημα» (πρβλ. ἀγριό-θυμος)].