χαλκεόθυμος

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκεόθῡμος Medium diacritics: χαλκεόθυμος Low diacritics: χαλκεόθυμος Capitals: ΧΑΛΚΕΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: chalkeóthymos Transliteration B: chalkeothymos Transliteration C: chalkeothymos Beta Code: xalkeo/qumos

English (LSJ)

χαλκεόθυμον, = χαλκεοκάρδιος, Polem.Cyn.41.

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernem, unerschütterlichem Muthe, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκεόθῡμος: -ον, = χαλκεοκάρδιος, τοὺς ᾤκτειρεν ἰδών, εἰ καὶ μάλα χαλκεόθυμος Τζέτζ. Ὅμ. 325.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει χάλκινη ψυχή, σταθερό, ακλόνητο φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο- (βλ. λ. χαλκο-) + θυμός «ψυχή, φρόνημα» (πρβλ. ἀγριόθυμος)].