ἀγλαόδωρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A bestowing splendid gifts, Δημήτηρ h.Cer.54,192,492.
German (Pape)
[Seite 16] herrliche Gaben spendend, Demeter, Hom. H. Cer.; θήρη Opp. C. 4, 17; ὑγιείη Procl. H. Sol. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόδωρος: -ον, ὁ παρέχων λαμπρὰ δῶρα, Δημήτηρ, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 54. 192. 492.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux présents splendides.
Étymologie: ἀγλαός, δῶρον.
Spanish (DGE)
-ον
de preciosos presentes, Δημήτηρ h.Cer.54, cf. 192, 492, πάις de Dioniso, Nonn.D.7.85.
Greek Monotonic
ἀγλαόδωρος: -ον (δῶρον), αυτός που χορηγεί λαμπερά, ένδοξα δώρα, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόδωρος: с прекрасными дарами (Δημήτηρ HH).