ἀκαταπληξία
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
ἡ, A imperturbability, as the highest good, Nausiph.3; -πληξίαν ἔχειν πρὸς τὰ δεινά Phld.D.3Fr.81.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαταπληξία: ἡ, τὸ μὴ καταπλήττεσθαι, ἀφοβία, Κλήμ. Ἀλ. 498· (ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ κατάπληξιν).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
imperturbabilidad Nausiph.B 3, πρὸς τὰ δεινά Phld.D.3.fr.81.3.
Greek Monolingual
η (Α ἀκαταπληξία) ἀκατάπληκτος
αφοβία, αταραξία.