ἀλκᾶς
From LSJ
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
A v. ἀλκήεις. ἄλκασμα, τό, in pl., deeds of prowess, S.Ichn. 247.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκᾶς: ἴδε ἐν λέξ. ἀλκήεις.
Greek Monolingual
ἀλκάς (-ᾱντος), ο (Α)
δωρικός συνηρημένος τύπος αντί ἀλκήεις.
Greek Monotonic
ἀλκᾶς: Δωρ. αντί ἀλκήεις.
Russian (Dvoretsky)
ἀλκᾶς: ᾶντος Pind. стяж. = ἀλκήεις.