ἀλφιτοποιός
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ὁ, ἡ, A preparer of barley-groats (ἄλφιτα), Oenom. ap. Eus.PE5.34.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτοποιός: ὁ, ἡ, ὁ κατασκευάζων ἄλφιτα, Οἰνόμ. παρ’ Εὐσ. Εὐαγ. Προπ. 232C.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ fabricante de sémola o farro Oenom.12 (p.378).
Greek Monolingual
ἀλφιτοποιός, ο (AM)
παρασκευαστής αλφίτων, αλεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -ποιὸς < ποιῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλφιτοποιία
μσν.
ἀλφιτοποιῶ].