ἀναπαιστικός
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ή, όν, A anapaestic, D.H.Comp.25, Heph.8, Demetr. Eloc.189, etc.
German (Pape)
[Seite 200] ή, όν, anapästisch, D. H. Von
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἀνάπαιστον, Διον., Ἁλ. περὶ Συνθ. 35.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
anapéstico τετράμετρον D.H.Comp.127.1, μέτρον Heph.8, σύνθεσις Demetr.Eloc.189, metra Ter.Maur.369, cf. Seru.4.461.27, Diom.1.504.30.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναπαιστικός, -ή, -όν) ἀνάπαιστος
(για μέτρα ή στίχους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανάπαιστο ή αυτός που αποτελείται από αναπαίστους.