ἀναπυτίζω
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
A spit up, spout up, Hero Spir.1.28.
German (Pape)
[Seite 204] aufsprudeln lassen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπῡτίζω: ἀναπνύω, ἀναβλύζω, ἀναδίδω, Ἥρων Πνευμ. σ. 181: ― ἐντεῦθεν, ἀναπυτισμός, ὁ αὐτ. Αὐτομ. σ. 247.
Spanish (DGE)
desplazar hacia arriba ὕδωρ Hero Spir.1.28.
Greek Monolingual
ἀναπυτίζω (Α)
αναβλύζω, αναδίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + πυτίζω «φτύνω νερό».
ΠΑΡ. αναπυτισμός].