ἀπεράτωτος

From LSJ
Revision as of 20:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεράτωτος Medium diacritics: ἀπεράτωτος Low diacritics: απεράτωτος Capitals: ΑΠΕΡΑΤΩΤΟΣ
Transliteration A: aperátōtos Transliteration B: aperatōtos Transliteration C: aperatotos Beta Code: a)pera/twtos

English (LSJ)

[ᾰτ], ον, A unbounded, Plu.2.424d, Dam.Pr.178; of fate (with play on πεπρωμένη), Plu.2.1056d.

German (Pape)

[Seite 287] unbegrenzt, Plut. def. orac. 26; so auch Symp. 8, 2, 3 für ἀπερώτατον zu lesen; unvollendet, nicht zum Ziele führend, ἡ πεπρωμένη ἀπεράτωτος de stoic. repugn. 47 g. E.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεράτωτος: -ον, ὁ μὴ ἔχων πέρατα, ἀπεριόριστος, Πλούτ. 2. 424Δ.

Spanish (DGE)

-ον
ilimitado, indeterminado ἄπειρον Plu.2.424d, 719d, Dam.Pr.178, ref. al Destino, Plu.2.1056d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπεράτωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελείωτος
2. (για πόρτα) εκείνη που δεν έχει κλειστεί με τον περάτη, την αμπάρα
αρχ.
ο απεριόριστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεράτωτος:
1) беспредельный (ἄπειρος καὶ ἀ. Plut.);
2) бесцельный (ἡ πεπρωμένη Plut.).