ἀπογυναίκωσις
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
εως, ἡ, A making womanish, Plu.2.987f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογῠναίκωσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπογυναικοῦσθαι, Πλούτ. 2. 987F.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ afeminamiento Plu.2.987f.
Greek Monolingual
ἀπογυναίκωσις, η (Α)
εκθήλυνση.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογυναίκωσις: εως ἡ изнеживание, расслабление (τοῦ θυμοειδοῦς Plut.).