ἀποσπάδιος

From LSJ
Revision as of 20:48, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσπάδιος Medium diacritics: ἀποσπάδιος Low diacritics: αποσπάδιος Capitals: ΑΠΟΣΠΑΔΙΟΣ
Transliteration A: apospádios Transliteration B: apospadios Transliteration C: apospadios Beta Code: a)pospa/dios

English (LSJ)

[ᾰδ], α, ον, (ἀποσπάω) A torn off or away from, τινός Orph.H.18.13; τὸ ἀ. = ἀπόσπασμα, AP6.102 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 325] abgerissen, Orph. H. 18; σταφυλῆς Philipp. 20 (VI, 102).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσπάδιος: -η, -ον, (ἀποσπάω) ὁ ἀποσπασμένος ἀπό τινος, λειμῶνος ἀποσπαδίην Ὀρφ. Ὓμν. 18. 13: τὸ ἀποσπάδιον = ἀπόσπασμα Ἀνθ. Π. 6. 102.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Prosodia: [-ᾰδ-]

• Morfología: [fem. jón. -ίη Orph.H.18.13]
arrebatado, arrancado de Perséfone παῖδα λειμῶνος ἀποσπαδίην Orph.l.c.
subst. τὸ ἀ. fragmento, parte de un racimo σταφυλῆς ὠμὸν ἀποσπάδιον AP 6.102 (Phil.).

Greek Monotonic

ἀποσπάδιος: [ᾰ], -η, -ον (ἀποσπάω), αυτός που έχει σχιστεί, αποσπαστεί από κάτι, ἀποσπάδιον, τό = ἀπόσπασμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἀποσπάω
torn off or away, ἀποσπάδιον, ου, τό, = ἀπόσπασμα, Anth.