ἀπροτίελπτος
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
English (LSJ)
ον, Ep. for ἀπρόσ-, A unhoped for, Opp.C.3.422 (v.l. ἀπροτίοπτον).
German (Pape)
[Seite 340] unverhofft, Opp. Cyn. 3, 422.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροτίελπτος: -ον, Δωρ. ἀντὶ ἀπροσ.-, ἀπροσδόκητος, ἀνέλπιστος, Ὀππ. Κ. 3. 422 (ἀλλὰ τὸ ἄριστον χειρόγρ. ἔχει ἀπροτίοπτον).
Spanish (DGE)
-ον
inesperado κακὸν ἐν λαγόνεσσι φέρων τόσον ἀπροτίελπτον Opp.C.3.422, χάρμα Orác. en ZPE 1.1967.184.