ἀρτιμελής

Revision as of 23:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A sound of limb, Pl.R.536b, Sor.1.3, D.C.69.20; perfect in all members, τέχναι Them.Or.26.316c.

German (Pape)

[Seite 362] (μέλος), ές, von graden, gefunden Gliedern, Plat. Rep. VII, 536 b; θύματα Poll. 1, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιμελής: -ές, ὁ ἄρτια ἔχων τὰ μέλη, ἀκέραια δηλ., Πλάτ. Πολ. 536Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux membres bien conformés.
Étymologie: ἄρτι, μέλος.

Spanish (DGE)

-ές
perfectamente conformado en cuanto a los miembros ἀρτιμελεῖς καὶ ἀρτίφρονες Pl.R.536b, cf. D.C.69.20.3, Sor.4.16, ἀρτιμελεστέραν· ὑγιεστέραν, ἐντιμοτέραν Hsch.
de abstr. completo en todas sus partes τέχναι Them.Or.26.316c.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀρτιμελής, -ές)
αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)].

Greek Monotonic

ἀρτιμελής: -ές (μέλος), ακέραιος, άρτιος στα μέλη του σώματος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιμελής: хорошо сложенный: ἀ. καὶ ἀρτίφρων Plat. здоровый телом и духом.

Middle Liddell

μέλος
sound of limb, Plat.