ἀσαπής

From LSJ
Revision as of 23:14, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μήτε τέχνῃ μήτε μηχανῇ μηδεμιᾷ θάνατον ἐκείνων τῶν ἀνδρῶν καταψηφίσησθε → let neither art nor craft induce you to condemn those men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσᾰπής Medium diacritics: ἀσαπής Low diacritics: ασαπής Capitals: ΑΣΑΠΗΣ
Transliteration A: asapḗs Transliteration B: asapēs Transliteration C: asapis Beta Code: a)saph/s

English (LSJ)

ές, (σήπομαι) A not decayed, Hp.Epid.5.27, Arist.Pr.909b4, Thphr.HP3.12.3. Adv. -έως, = ἀπέπτως (acc. to Gal. ad loc.), Hp. Acut.16.

German (Pape)

[Seite 368] ές, nicht faulend, Stob. ecl. ph. 2 p. 934.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσᾰπής: -ές, (σήπομαι) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς σῆψιν, ὁ μὴ σηπόμενος, κοινῶς, «ἀσάπιστος», Ἱππ. 1150G, Ἀριστ. Πρβλ. 14. 7. - Ἐπίρρ. ἀσαπέως, = ἀπέπτως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, ἴδε Littré.

Spanish (DGE)

-ές
1 no corrompido pred. sin corromper de la meninge, Hp.Epid.5.27.
2 incorruptible de lo que está en movimiento, Arist.Pr.909b4, τὸ ξηρότερον ἀσαπέστερον lo más seco se corrompe menos Arist.Pr.909b27, de ciertas maderas, Thphr.HP 3.8.4, 12.3, 17.5, Ph.Qu.Ge.2.4.32
fig. de libros imperecedero, Corp.Herm.Fr.23.8.
3 adv. -έως medic. sin fermentar τοῦ πτυάλου ... καταγλισχραινομένου ἀ. Hp.Acut.16.

Greek Monolingual

-ές (AM ἀσαπής, -ές) σήπομαι
αυτός που δεν σαπίζει, ο ασάπιστος
αρχ.
ο ανεπεξέργαστος, ο αχώνευτος (ως ιατρ. όρος).

Russian (Dvoretsky)

ἀσᾰπής: не гниющий (ἐν κινήσει Arst.).