ἀσύναπτος

From LSJ
Revision as of 23:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύναπτος Medium diacritics: ἀσύναπτος Low diacritics: ασύναπτος Capitals: ΑΣΥΝΑΠΤΟΣ
Transliteration A: asýnaptos Transliteration B: asynaptos Transliteration C: asynaptos Beta Code: a)su/naptos

English (LSJ)

ον, A not joined, Arist.HA516a30; not connected, συλλογισμοὶ ἀ. πρὸς ἀλλήλους Id.APr.42a21.

German (Pape)

[Seite 380] unverknüpft, unvereinbar, Arist. H. A. 3, 7; πρὸς ἀλλήλους anal. pr. 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύναπτος: -ον, ὁ μὴ συνάπτων, ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς συναφήν, αὗται μὲν συνάπτουσιν, αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 7, 6· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 25, 5.

Spanish (DGE)

-ον
no unido αὗται (πλευραί) Arist.HA 516a30
que no tiene conexión ἔσονται καὶ ἀσύναπτοι οἱ συλλογισμοὶ πρὸς ἀλλήλους Arist.APr.42a21, (τὸ αἰτιατόν) Procl.Inst.35, cf. 110.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσύναπτος, -ον)
αυτός που δεν συνάπτεται με κάποιον άλλον, ασύνδετος
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει συνομολογηθεί ή συμφωνηθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύναπτος: взаимно несвязанный, несвязный (πρὸς ἀλλήλους Arst.).