ἁμᾶ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
Dor. for ἅμα, Pi.O.3.21, IG5(1), Ar.Lys.1318, Call.Lav.Pall. 75, Theoc.9.4. (ἁμᾷ Hdn.Gr.1.489; A ἅμᾳ Thphr.Metaph.6, al. (cod. opt.).)
German (Pape)
[Seite 114] od. ἁμᾷ, dor. = ἅμα, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμᾶ: Δωρ. ἀντὶ ἅμα, Πινδ. Ο. 3. 64 καὶ ἀλλ., Ἀριστοφ. Λυσ. 1318, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 75, Θεόκρ. 9. 4. (Ὁ Ahrens, Δωρ. δ. σ. 372, γράφει ἁμᾷ).
English (Slater)
ᾰμᾱ (Dor. = ἅμα: ἁμᾷ alii, cf. Herodian., 1. 489. 16f. L.)
1 together
a adv. ἁγνὰν κρίσιν καὶ πενταετηρίδ ἁμᾶ θῆκε (O. 3.21) ἁμᾶ δ' ἔφθαρεν (P. 3.36) πίτναν τἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ (N. 5.11) Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ (N. 7.78)
b prep. c. dat. together with φιάλαισι ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν θεμιπλέκτοις ἁμᾶ Λατοίδα στεφάνοις (Vogt: ἅμα Σ: ἀμφὶ codd.) (N. 9.52)
Greek Monotonic
ἁμᾶ: ή ἁμᾷ, Δωρ. αντί ἅμα.