ἄκερως
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ων, gen. ω, A = ἀκέρατος, Pl.Plt.265b, Ael.NA2.53, Max. Tyr. 17.5.
German (Pape)
[Seite 71] ungehörnt, Plat. Polit. 265 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκερως: -ων, γεν. -ω, = ἀκέρατος, Πλάτ. Πολιτικ. 265B· πρβλ. ἄκερος.
Spanish (DGE)
-ων
que no tiene cuernos ἀγελαῖα Pl.Plt.265b, cf. Ael.NA 2.53, βοῦς Max.Tyr.11.5.
Greek Monolingual
ἄκερως (-ω), -ων (Α)
ο άκερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κέρως < γεν. κέρα(σ)ος της λ. κέρας.
Russian (Dvoretsky)
ἄκερως: 2, gen. ω Plat., Arst. = ἀκέρατος.