ἐκμελαίνομαι
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A to be darkened, grow dark, Heraclit.All.39; ὑπὸ [[[νυκτός]]] ib.45.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμελαίνομαι: παθ., γίνομαι κατάμαυρος, Κλήμ. Ἀλ. 45.
Spanish (DGE)
oscurecerse las nubes en invierno, Heraclit.All.39, τόπος ὑπὸ ταύτης (νυκτός) Heraclit.All.45
•ennegrecerse (καπνός) ᾧ ... τυφόμενοι ἐκμελαίνονται de ídolos, Clem.Al.Protr.4.51.