ἐκμελαίνομαι

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμελαίνομαι Medium diacritics: ἐκμελαίνομαι Low diacritics: εκμελαίνομαι Capitals: ΕΚΜΕΛΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ekmelaínomai Transliteration B: ekmelainomai Transliteration C: ekmelainomai Beta Code: e)kmelai/nomai

English (LSJ)

to be darkened, grow dark, Heraclit.All.39; ὑπὸ (νυκτός) ib.45.

Spanish (DGE)

oscurecerse las nubes en invierno, Heraclit.All.39, τόπος ὑπὸ ταύτης (νυκτός) Heraclit.All.45
ennegrecerse (καπνός) ᾧ ... τυφόμενοι ἐκμελαίνονται de ídolos, Clem.Al.Protr.4.51.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμελαίνομαι: παθ., γίνομαι κατάμαυρος, Κλήμ. Ἀλ. 45.