ἐκμελαίνομαι
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
to be darkened, grow dark, Heraclit.All.39; ὑπὸ (νυκτός) ib.45.
Spanish (DGE)
oscurecerse las nubes en invierno, Heraclit.All.39, τόπος ὑπὸ ταύτης (νυκτός) Heraclit.All.45
•ennegrecerse (καπνός) ᾧ ... τυφόμενοι ἐκμελαίνονται de ídolos, Clem.Al.Protr.4.51.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμελαίνομαι: παθ., γίνομαι κατάμαυρος, Κλήμ. Ἀλ. 45.