ἐλαιοκονία

From LSJ
Revision as of 01:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλαιοκονία Medium diacritics: ἐλαιοκονία Low diacritics: ελαιοκονία Capitals: ΕΛΑΙΟΚΟΝΙΑ
Transliteration A: elaiokonía Transliteration B: elaiokonia Transliteration C: elaiokonia Beta Code: e)laiokoni/a

English (LSJ)

ἡ, A plaster made from lime and oil, Eust. 382.37, Steph. inHp.2.384D.:

German (Pape)

[Seite 788] ἡ, weiße Oelfarbe zum Maueranstreichen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαιοκονία: ἡ, εἶδος μίγματος ἐξ ἐλαίου καὶ τιτάνου χρησιμεύοντος πρὸς συγκόλλησιν σωλήνων, κοινῶς, «λουκιοῦνι» Εὐστ. 382. 27· πρβλ. τὴν λέξιν μάλθα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
alquim. masilla de aceite y cal para las junturas del alambique, Zos.Alch.Comm.Gen.9.13
de aceite y barro para las junturas de cañerías, Steph.in Hp.Aph.2.208.25, cf. Eust.382.37, Gloss.2.294.

Greek Monolingual

ἐλαιοκονία, η και ἐλαιοκόνιον, το (Μ)
είδος κονιάματος που τα συστατικά στοιχεία του ήταν ο ασβέστης και το λάδι και χρησίμευε στη συγκόλληση σωλήνων.