ἐμφανιστής
From LSJ
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A informer, Aristeas 167, PTaur. 1.8 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 819] ὁ, der Kundmacher, Angeber, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐμφανίζων, καταγγέλλω, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 delator τοὺς ἐμφανιστὰς οἴομαι σε λέγειν Aristeas 167.
2 jur. denunciante ἐμφανιστοῦ καὶ κατηγόρου τάξιν ἔχοντα PTor.Choachiti 12.8.12, cf. 32 (II a.C.), BGU 1141.8 (I a.C.).
Greek Monolingual
ο (Α ἐμφανιστής)
νεοελλ.
χημικό παρασκεύασμα με το οποίο γίνεται η εμφάνιση φωτογραφικών πλακών
αρχ.
κατήγορος, αυτός που φανερώνει, αποκαλύπτει, καταγγέλλει κάποιον ή κάτι.