ἐνάρμοστος

From LSJ
Revision as of 08:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνάρμοστος Medium diacritics: ἐνάρμοστος Low diacritics: ενάρμοστος Capitals: ΕΝΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: enármostos Transliteration B: enarmostos Transliteration C: enarmostos Beta Code: e)na/rmostos

English (LSJ)

ον, A harmonious, συμφωνίας LXX 4 Ma.14.3; concordant, πρὸς ἄλλα Iamb. Myst.3.18.

German (Pape)

[Seite 830] angepaßt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνάρμοστος: -ον, (ἐναρμόζω) ἁρμόζων, ἀμφίβολον ἐν Ἰωσήπ. Μακκ. 14. 3.

Spanish (DGE)

-ον
1 armonioso συμφωνία LXX 4Ma.14.3 (var.).
2 concordante c. giro prep. (ταῦτα) πρὸς ἄλλα ἐνάρμοστα Iambl.Myst.3.18 (var.).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐνάρμοστος, -ον)
αυτός που συμφωνεί, που προσαρμόζεται σε κάτι
αρχ.
αρμονικός, εύρυθμος («ἐναρμόστου συμφωνίας», ΠΔ Μακκ.).