ἐξάνθισμα
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
ατος, τό, A f.l. for ἐξάνθημα, Hp.Coac.435.
German (Pape)
[Seite 869] τό, = ἐξάνθημα, Hippocr., l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνθισμα: -ισμός, πλημμελεῖς γραφαὶ ἀντὶ ἐξάνθημα, -ησις.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. exantema ἀμυχώδεα ἐξανθίσματα exantemas semejantes a rasguños Hp.Coac.435, cf. 238.