ἐπίπολος

Revision as of 08:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = πρόσπολος, companion, S.OT1322 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 972] = πρόσπολος, Soph. O. R. 1323.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίπολος: ον = πρόσπολος, σύντροφος, Σοφ. Ο. Τ. 1322.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
compagnon.
Étymologie: ἐπί, πέλομαι.

Greek Monolingual

ἐπίπολος, -ον (Α)
ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἐπίπολος: -ον (πολέω), = πρόσπολος, σύντροφος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίπολος: ὁ спутник, помощник (μόνιμος Soph.).

Middle Liddell

ἐπίπολος, ον πολέω = πρόσπολος,]
a companion, Soph.