ἐπίπολος
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐπίπολος, -ον (Α)
ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης («σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -πoλος < πέλομαι (πρβλ. αιπόλος, ακροπόλος, ονειροπόλος κ.ά.)].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἐπίπολος: ὁ спутник, помощник (μόνιμος Soph.).